«Δεν θέλουν να δικάσουν εμάς. Θέλουν να δικάσουν την απεργία». Με τη φράση αυτή συμπύκνωσε στην απολογία του ο Γιώργος Σιφωνιός, πρόεδρος του σωματείου των εργαζομένων στην «Ελληνική Χαλυβουργία» κατά τη διάρκεια της πολύμηνης απεργίας, τον λόγο για τον οποίο 24 χαλυβουργοί βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορούμενου και προχτές καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 21 έως 23 μήνες. Μαζί τους δικάστηκε και μια γυναίκα συναδέλφου τους, η μοναδική που αθωώθηκε.
Αυτό που κρύβεται πίσω από τις νομικές διατυπώσεις και το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο «δικαίωμα» του εργοδότη να εντείνει την εκμετάλλευση, για να διασφαλίσει και να αυξήσει τα κέρδη του και στο δίκιο των εργαζομένων να παλεύουν για τη δουλειά και τη ζωή τους.
Νόμοι, δικαστήρια, δυνάμεις καταστολής συμπεριλαμβάνονται στα όπλα που επιστρατεύει ο πρώτος. Η απεργία, ο συλλογικός αγώνας και η ταξική αλληλεγγύη είναι ό,τι είχαν να αντιτάξουν οι εργάτες. Αυτές οι δυο πλευρές συγκρούστηκαν και στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Με τους χαλυβουργούς και την υπεράσπισή τους από τη μια, την εργοδοσία και το μηχανισμό της από την άλλη.
Τα παραπάνω ανέδειξαν οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους, υπενθυμίζοντας το σκοπό της απεργίας, τον τρόπο που οργανώθηκε και την πρωτόγνωρη αλληλεγγύη που ξεσήκωσε. Αποκαλυπτικές για τη σκοπιμότητα της δίκης και τον τρόπο με τον οποίο η ζυγαριά της δικαιοσύνης έγειρε εξόφθαλμα προς τη μεριά της εργοδοσίας, ήταν οι αγορεύσεις των δικηγόρων, που ανέλαβαν να υπερασπιστούν τους χαλυβουργούς.
Από την άλλη μεριά, η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και οι αγορεύσεις των συνηγόρων τους, προσφέρουν πλήθος από παραδείγματα που δείχνουν πως στόχος κυβέρνησης και εργοδοσίας ήταν να βάλουν στο σκαμνί τον ίδιο τον απεργιακό αγώνα των χαλυβουργών, να τρομοκρατήσουν όποιον σηκώνει κεφάλι και αγωνίζεται.
«Στο σκαμνί» η απεργία
Πίσω από τις υποκριτικές διακηρύξεις της πολιτικής αγωγής για το «ιερό δικαίωμα» στην απεργία και τις κάλπικες διαβεβαιώσεις της εισαγγελίας και της έδρας ότι δεν δικάζονται τα αιτήματα των απεργών, φάνηκε πως την απεργία την αντιμετωπίζουν ως δικαίωμα μόνο στα χαρτιά. Κι εκεί, όμως, φροντίζουν να την ακυρώνουν με ένα σωρό «αστερίσκους». Στην πράξη, την παρουσιάζουν ως «βία», «παρανομία», «καταπάτηση των δικαιωμάτων των απεργοσπαστών», ακόμα και ως «άκρο», στο οποίο οι χαλυβουργοί δεν έπρεπε να καταφύγουν.
Στον αντίποδα, οι κατηγορούμενοι εργάτες υπενθύμισαν στις απολογίες τους το λόγο για τον οποίο ξέσπασε η απεργία: Τον Οκτώβρη του 2011 ο εργοδότης έθεσε στους εργαζομένους το εκβιαστικό δίλημμα να αποδεχθούν την εκ περιτροπής εργασία και μείωση 37% στους μισθούς τους, αλλιώς θα προχωρούσε σε 180 απολύσεις. Ομόφωνα το ΔΣ του σωματείου, που τότε αποτελούνταν από 3 παρατάξεις, αποφάσισε να απορρίψει τον εκβιασμό.
Την πρόταση αποδέχθηκε η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων και ρίχτηκαν στη μάχη διεκδικώντας το δικαίωμα στη δουλειά. Η στάση του εργοδότη επιβεβαίωσε ότι το δίλημμα που έθεσε ήταν προσχηματικό: Πριν αποφασίσουν οι εργαζόμενοι για τη στάση που θα κρατούσαν, χωρίς να χάσει χρόνο, προχώρησε σε 18 απολύσεις στις 31/10 και σε άλλες 7 την επόμενη μέρα. Τότε ήταν που ξεκίνησε η απεργία.
Οπως ακόμα σημειώθηκε, από το 2008 μέχρι το 2011, η παραγωγή αυξήθηκε κατά 40% ενώ οι εργαζόμενοι δεν είχαν πάρει την άδειά τους από το 2010. Ο Γ. Σιφωνιός, που ήταν πρόεδρος του σωματείου το διάστημα της απεργίας, εξήγησε πως ο Μάνεσης είναι ο πρόεδρος των σιδηροβιομηχάνων της Ελλάδας και από τη θέση αυτή ανέλαβε να ανοίξει το δρόμο για να πέσει το μεροκάματο όλων των εργατών του κλάδου. Οι προθέσεις της εργοδοσίας αποκαλύπτονται και από όσα έγιναν στο εργοστάσιο του Βόλου, όπου η υποταγή του σωματείου στις αξιώσεις του εργοδότη και η αποδοχή αλλεπάλληλων μειώσεων στους μισθούς, δεν απέτρεψε τις μαζικές απολύσεις, οι οποίες ακολούθησαν και μάλιστα γρήγορα.
Κατά τη διάρκεια της απεργίας, έγιναν 22 Γενικές Συνελεύσεις με τη συμμετοχή της πλατιάς πλειοψηφίας των εργαζομένων, όπως σημείωσε ο Γ. Σιφωνιός. Σ' αυτή την αναφορά, η εισαγγελέας δεν έδωσε καμία σημασία, χαρακτηρίζοντας προκλητικά τις συνελεύσεις «αυτόκλητες συγκεντρώσεις». Ακόμα, ανέφερε ότι το σωματείο δέχθηκε 7.000 ψηφίσματα συμπαράστασης από εργατικά σωματεία, μαζικούς φορείς, σχολεία από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
Οργανώθηκε με τρόπο υποδειγματικό η στήριξη των απεργών και των οικογενειών τους. Συγκροτήθηκε Επιτροπή Τροφίμων, που αναλάμβανε τη διανομή της βοήθειας, Επιτροπή Γυναικών για να στηρίξει τον αγώνα των απεργών, όπως κατέθεσαν εργαζόμενοι που πήραν μέρος σε αυτές.
«Κανένας χαλυβουργός δεν έμεινε μόνος του ποτέ και απέναντι σε κανένα πρόβλημα», ανέφερε χαρακτηριστικά η Μαρία Δελλή, υπενθυμίζοντας τις προσπάθειες να εξασφαλιστούν τα απαραίτητα στις οικογένειες με μικρά παιδιά, τις παρεμβάσεις σε φροντιστήρια και ΙΕΚ για να ανακουφιστούν οι οικογένειες από το κόστος των διδάκτρων, για να μην αναγκαστεί κανένα παιδί να σταματήσει τα μαθήματά του, για να μην μείνει κανένας χαλυβουργός χωρίς γιατρό, φάρμακο και εξετάσεις.
Μιλούν την ίδια γλώσσα με την εργοδοσία
Πώς μίλησαν για όλα αυτά οι μάρτυρες κατηγορίας; Δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν «εξαγορά» την οικονομική βοήθεια των 100 ευρώ την εβδομάδα που έδινε το σωματείο στους απεργούς, την οποία και οι ίδιοι λάμβαναν, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα. Αλλοι είπαν πως το σωματείο ήταν υποχρεωμένο να τους «τα ακουμπάει», αφού έκανε απεργία!
Πρόκειται για τους ανθρώπους που λειτούργησαν ως συντεταγμένος απεργοσπαστικός μηχανισμός, με στόχο να προκαλούν τους απεργούς, να προσπαθούν διαρκώς να δημιουργούν προβλήματα. Εκαναν στις 19/7/12, μια μέρα πριν την επέμβαση των ΜΑΤ, πανομοιότυπες καταθέσεις γεμάτες ανακρίβειες, γενικολογίες και ψέματα. Την ίδια μέρα, τους είχε επισκεφτεί ο Α. Γεωργιάδης.
Ολοκλήρωσαν το έργο τους με τις χυδαίες καταθέσεις, στην «αλήθεια» των οποίων υποκλίθηκε το δικαστήριο και καταδίκασε τους χαλυβουργούς. Ανάμεσα σε άλλα, μίλησαν για «κομματική απεργία» και αγώνα που έκανε το ΠΑΜΕ, έκαναν κήρυγμα υποταγής δηλώνοντας πως θα δούλευαν «και με 200 ευρώ», δήλωσαν χωρίς ντροπή πως μπήκαν για δουλειά «με 7 διμοιρίες των ΜΑΤ».
Ο ρόλος τους τελείωσε εκεί. Μετά τις καταθέσεις τους, δεν εμφανίστηκαν ξανά στην αίθουσα ούτε για να ακούσουν τους μάρτυρες υπεράσπισης και τις απολογίες των κατηγορουμένων, αλλά ούτε και για να μάθουν την απόφαση του δικαστηρίου. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είναι οι ελάχιστοι εργαζόμενοι που συνεχίζουν να απασχολούνται στην επιχείρηση με πλήρες ωράριο και αποδοχές, ενώ οι περισσότεροι βρίσκονται σε διαθεσιμότητα ή εργάζονται εκ περιτροπής.
Σήμερα, έχουν απομείνει 104 εργαζόμενοι, από τους οποίους στο εργοστάσιο βρίσκονται λιγότεροι από 20. Ο εργοδότης έχει καταθέσει αίτημα για άλλες 75 απολύσεις και χάρη στην καταδικαστική απόφαση θα προσπαθήσει να βάλει στο χέρι τις αποζημιώσεις των χαλυβουργών που πρόκειται να απολύσει το επόμενο διάστημα.
Με αντίστοιχο τρόπο, μετά τη λήξη της απεργίας, η εργοδοσία απέλυσε τον Παναγιώτη Παπανικολάου, 30 χρόνια εργαζόμενο. Προηγούμενα, τον είχε κατηγορήσει για «ψευδομαρτυρία», επειδή κατέθεσε στα «εργατοδικεία» κατά τη διάρκεια της απεργίας, υποστηρίζοντας το σωματείο και τον αγώνα τους. Αλλά και γιατί κατέθεσε για το δυστύχημα που κόστισε τη ζωή σε έναν εργάτη και προκάλεσε σοβαρότατα εγκαύματα σε άλλον έναν. Από αυτό το δυστύχημα, κινδύνευσε η ζωή και του ίδιου.
Τόσο ο Π. Παπανικολάου, όσο και άλλοι κατηγορούμενοι, μίλησαν για την κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι απολυμένοι, που ζουν χωρίς ρεύμα, χωρίς ασφάλιση, απειλούνται με εξώσεις. Ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχει και ένας που δεν ήταν παρών για να απολογηθεί, καθώς αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας και νοσηλεύεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας χωρίς να έχει ασφαλιστική κάλυψη. Καταδικάστηκε κι αυτός μαζί με το σύνολο των συναδέλφων του...
Είναι νικητές!
Για το δικαίωμα στη δουλειά μίλησαν μάρτυρες κατηγορίας και κατηγορούμενοι, αποδεικνύοντας πως οι ίδιες λέξεις αποκτούν εντελώς διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο, ανάλογα με το ποια τάξη τις μεταχειρίζεται. Στο στόμα των ανθρώπων της εργοδοσίας, «δικαίωμα» γίνεται η απεργοσπασία και «δουλειά» η εκδούλευση στην εργοδοσία. Στα χείλη των απεργών, η δουλειά είναι για όλους, διεκδικείται με το κεφάλι ψηλά, με τον αγώνα για το παρόν των εργαζομένων και το μέλλον των παιδιών τους.
«Είμαστε όλοι απολυμένοι» δήλωναν οι απεργοί χαλυβουργοί κατά την πολύμηνη απεργία τους, κάνοντας περήφανη την τάξη τους για την ενότητα, την αποφασιστικότητα και την αυτοθυσία με την οποία μπορεί να διεκδικεί το δίκιο της. Και η εργατική τάξη δεν ξεχνά την προσφορά τους, ούτε το δρόμο που έδειξαν. Κόντρα στους μηχανισμούς με τους οποίους κράτος και εργοδοσία καταστέλλουν και καταδικάζουν τους εργατικούς αγώνες, απειλούν και τρομοκρατούν τους εργαζομένους να μη σηκώνουν το κεφάλι, βλέπει στον αγώνα των χαλυβουργών τη δύναμη που πηγάζει από το δίκιο της, από τη συνειδητοποίησή του και την αποφασιστικότητα να το διεκδικήσει.