24 Αυγούστου, 2013

Και αφού πιάσαμε τις επανεκδόσεις..."ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ"!

Αφού κάναμε την αρχή με τους 12 ενόρκους συνεχίζουμε με τον "κλέφτη ποδηλάτων". Ταινία 90 λεπτών, εξαιρετική που δίνετε στο τέλος με υποτιτλισμό.

Η ταινία ξεκινάει σε μια αλάνα, όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από το δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο πρέπει να βρει ένα ποδήλατο. Η γυναίκα του έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. 

Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος ακόμα Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη. Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με το μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, στη δυστυχία...

Κέρδισε όσκαρ... πριν καθιερωθεί η κατηγορία!

Το ποδήλατο γίνεται αντικείμενο-φετίχ... Τα κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και κάθε είδους εξαρτήματα, εντείνοντας το δράμα... Το δε σχόλιο στη σκηνή με τη Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από σαφές. Η εξαιρετική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, που θεωρείται μια από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία! Η ιστορία, όπως προείπαμε, απλή: Ένας άνεργος ιταλός βρίσκει μια δουλειά που απαιτεί ποδήλατο αλλά για κακή του τύχη, κάποιος του το κλέβει την πρώτη του μέρα στην δουλειά . Μαζί με τον νεαρό του γιο, ξεκινούν μια μανιώδη αναζήτηση για να βρουν τον κλέφτη και στην πορεία θα πάρουν πολλά μαθήματα από την ζωή.

Μνημειώδης σκηνή

Σε μια μνημειώδους απλότητας σκηνή, πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σε ένα εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι γεμάτο η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις ημέρα. Ωστόσο, το όνειρο διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση. Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατο. Οι φτωχοί γείτονές του σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα στο σπίτι του κλέφτη ­ένα σπίτι πανομοιότυπο σχεδόν με εκείνο της οικογένειας Ρίτσι. Δεν βρίσκει το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη γειτονιά. Βαθιά απελπισμένος πια ο ήρωας αποφασίζει να κλέψει ένα από τα εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Το δράμα κορυφώνεται. Αρπάζει πράγματι ένα, όμως, καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα δείξει οίκτο προς τον κλέφτη, θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα ξεσπάσει σε ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα γίνει και πάλι ανώνυμος μέσα στο πλήθος των περαστικών...

Άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο "Κλέφτης Ποδηλάτων" άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί της ταινίας ­μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας­ δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ ένα νέο τρόπο υποκριτικής. Οι αυθεντικές σταγόνες ζωής του "Κλέφτη" ήλθαν σε αντιδιαστολή με την απόσταση και το στιλιζάρισμα των ακριβών ταινιών των στούντιο και μακροπρόθεσμα κέρδισαν τη μάχη. Άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονταν ­και βλέπονταν­ οι ταινίες.

"Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα"!

Τι μπορεί να πει κανείς για τον Βιτόριο Ντε Σίκα; Τα λόγια είναι περιττά. Το 1948 τολμάει να παρουσιάσει αυτή την ταινία που μέχρι σήμερα θεωρείται από τις κορυφαίες του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Κατάφερε να κερδίσει την συμπάθεια και την αγάπη χιλιάδων σινεφίλ ανά την υφήλιο, να φτάσει μέχρι και τα Όσκαρ το 1949 όπου υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ενώ μέχρι και σήμερα συμπεριλαμβάνεται κάθε χρόνο στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, είναι η τρανή απόδειξη για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει μια μεγάλη ταινία χωρίς την βοήθεια ψηφιακών εφέ και μπάτζετ εκατομμυρίων...

Η ταινία βασίζεται σε ένα απλό σενάριο (από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι) που όμως δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον θεατή ενώ οι ερμηνείες αν και προέρχονται από ερασιτέχνες ηθοποιούς είναι σαν πραγματικά βγαλμένες από την ζωή (αυτό επιδιώκει άλλωστε ο νεορεαλισμός;). Το σημαντικότερο είναι ότι ο σκηνοθέτης, με την κάμερα του καταγράφει την Ιταλία μετά τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια Ιταλία γεμάτη ανασφάλειες και σκοτεινούς ανθρώπους που είναι έτοιμοι με μια σπίθα να γίνουν φωτιά και να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Βλέποντας την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της παρατηρούμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και την μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες ανασφάλειες, οι ίδιοι καχύποπτοι άνθρωποι. Γι’ αυτό και πολλές ελληνικές μετεμφυλιακές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Παραδείγματα; ''Η μαγική πόλις'' και ''Ο δράκος'' του Κούνδουρου, η πολυβραβευμένη ''Στέλλα'' του Κακογιάννη μέχρι και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αλέκου Αλεξανδράκη, ''Συνοικία το Όνειρο''. O αείμνηστος ποιητής μας Κώστας Βάρναλης, γράφοντας το ποίημα του ''Οι μοιραίοι'' προσπαθούσε να παρακινήσει τον αναγνώστη να μην αποδέχεται την (κακή) μοίρα του αλλά να προσπαθεί για το καλύτερο. Ο Βιτόριο Ντε Σίκα, με την συγκεκριμένη ταινία του λέει στον ήρωά του και ταυτόχρονα στον θεατή σίγουρα να προσπαθεί για να αλλάξει την κακή του μοίρα αλλά εάν βλέπει ότι οι προσπάθειές του από ένα σημείο και μετά αποβαίνουν άκαρπες τότε και μόνον τότε να αποδέχεται την κακοτυχία του.

''Ο κλέφτης των ποδηλάτων'' θα σας συναρπάσει με την απλότητά του και ταυτόχρονα με το συναίσθημα που βγάζει μέσα από την ιστορία που αφηγείται. Η μουσική υπόκρουση είναι μια από τις καλύτερες και πλέον συγκινητικές στην ιστορία του σινεμά , ενώ οι ηθοποιοί -και ειδικότερα ο Έντσο Σταγιόλα στον ρόλο του παιδιού- δεν γίνεται να μην σας παρασύρουν σε έναν ποταμό συναισθημάτων. Πραγματικά ένα αξεπέραστο αριστούργημα.

Τα λόγια άλλωστε του τεράστιου Όρσον Γουέλς μιλούν από μόνα τους:
"Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα".

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία-σενάριο-παραγωγή: Βιτόριο Ντε Σίκα
Φωτογραφία: Κάρλο Μοντουόρι
Μουσική: Αλεσάντρο Σικονίνι
Μοντάζ: Εράλντο Ντα Ρόμα

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ:
Λαμπέρτο Μαγκιοράνι
Ένζο Σταϊόλα
Λιανέλα Καρέλ
Βιττόριο Αντονούτσι
Τζίνο Σαλταμερέντα
Τζούλιο Τσιάρι
Έλενα Αλτιέρι
Σέρτζιο Λεόνε
Ίντα Μπράτσι
Κάρλο Τζάχινο