25 Αυγούστου, 2013

Για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση



Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την Αναδιάρθρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή την ερχόμενη Τρίτη. Η διαδικτυακή διαβούλευση γύρω από το νομοσχέδιο ολοκληρώθηκε στις αρχές της περασμένης βδομάδας και υποτίθεται ότι τώρα, το υπουργείο επεξεργάζεται τις προτάσεις και τις παρατηρήσεις που τέθηκαν εκεί για να ενσωματώσει πιθανά κάποιες από αυτές στο κείμενο που θα κατατεθεί στη Βουλή.

Ενα από τα θέματα του νομοσχεδίου που απασχόλησε περισσότερο τη διαβούλευση και γενικότερα συζητιέται έντονα στον κόσμο, είναι το νέο σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση που προβλέπεται.
Τι προβλέπει το νομοσχέδιο για την πρόσβαση
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, για την πρόσβαση σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ στο τέλος της Γ' Λυκείου πραγματοποιούνται πανελλαδικές εξετάσεις, στις οποίες δικαίωμα συμμετοχής έχουν όσοι πάρουν απολυτήριο. Οι πανελλαδικές γίνονται με θέματα που επιλέγονται κατά 50% από τράπεζα θεμάτων και κατά 50% από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων. Οι εξετάσεις μπορεί να επαναλαμβάνονται στο ίδιο σχολικό έτος με απόφαση του υπουργού Παιδείας.
Οι υποψήφιοι εξετάζονται πανελλαδικά σε τέσσερα μαθήματα ανάλογα με το Πεδίο ειδίκευσης που έχουν επιλέξει ήδη από τη Β' τάξη. Κοινό μάθημα για όλα τα επιστημονικά πεδία είναι η Νεοελληνική Γλώσσα και τα υπόλοιπα τρία ανά επιστημονικό πεδίο είναι τα εξής:
  • Αρχαία Ελληνικά, Ιστορία, Λατινικά για το πεδίο «Ανθρωπιστικές και Νομικές σπουδές».
  • Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία για το πεδίο «Θετικές και Τεχνολογικές Επιστήμες».
  • Φυσική, Χημεία, Βιολογία για το πεδίο «Επιστήμες Υγείας».
  • Μαθηματικά και Στοιχεία Στατιστικής, Οικονομία και Διοίκηση, Στοιχεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών για το πεδίο «Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες».
  • Μαθηματικά και Στοιχεία Στατιστικής, Ιστορία, Αρχές Φυσικών Επιστημών για το πεδίο «Παιδαγωγικών Τμημάτων».
Το ποιος υποψήφιος θα εισαχθεί και πού καθορίζεται από το Βαθμό Πρόσβασης, στον οποίο πέρα από τις βαθμολογίες στα τέσσερα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, προσμετράται και ο Βαθμός Προαγωγής και Απόλυσης, δηλαδή οι βαθμολογίες και των τριών τάξεων του Λυκείου πολλαπλασιαζόμενες με τους συντελεστές 0,4, 0,7 και 0,9 αντίστοιχα. Το άθροισμα των τριών διαιρείται διά δύο και αποτελεί τον Βαθμό Προαγωγής και Απόλυσης που λογίζεται ως πέμπτος βαθμός για την εισαγωγή του μαθητή στην ανώτατη εκπαίδευση.
Μέχρι στιγμής στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει πρόβλεψη για το αν και με τι όρους μπορεί να επαναλάβει τις εξετάσεις ένας υποψήφιος που δεν πέτυχε σε σχολή της επιλογής του.

Δε θεραπεύονται οι παθογένειες του παρελθόντος
Είναι φανερό ότι το σύστημα αυτό έχει λίγες, τυπικές διαφορές σε σχέση με τις πανελλαδικές εξετάσεις που εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα ή σε σχέση με παλιότερα συστήματα που κράτησαν για πολλά χρόνια, όπως εκείνο των δεσμών. Οι διαφορές του συστήματος στον αριθμό των μαθημάτων ή στα Πεδία δεν είναι ουσιαστικές, με την έννοια ότι δε θεραπεύουν τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μαθητές που μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία και οι οικογένειές τους. Ούτε η παπαγαλία πρόκειται να χτυπηθεί, ούτε τα φροντιστήρια, ούτε πρόκειται να αλλάξει ο χαρακτήρας του λυκείου ως προγυμναστήριο για τις εξετάσεις.
Παρά το ότι οι πανελλαδικές βγαίνουν έξω από το Λύκειο και τοποθετούνται μετά το απολυτήριο, το Λύκειο δεν αποσυνδέεται, αντίθετα προσδένεται περισσότερο στην πρόσβαση καθώς μετρούν οι επιδόσεις του Λυκείου ως πέμπτος βαθμός και διογκώνονται τα φροντιστήρια με τις πιο τυποποιημένες εξετάσεις (με το 50% των θεμάτων προερχόμενα από πανελλαδική τράπεζα θεμάτων) και στις τρεις τάξεις του Λυκείου. Με άλλα λόγια, οι μαθητές του Γενικού Λυκείου από την πρώτη μέρα που θα πατάνε το πόδι τους εκεί θα στρέφουν το βλέμμα στην πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση και θα πασχίζουν γι' αυτή με πολλαπλό κόστος.
Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμίσουμε από την πρόταση του ΚΚΕ για το σχολείο, τη θέση του Κόμματος για το πώς πρέπει να είναι αυτές οι ενδοσχολικές εξετάσεις: «Οι προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις πρέπει να είναι ενδοσχολικές με ευθύνη του εκπαιδευτικού που είναι σε θέση να σταθμίζει τις ανάγκες, τη γενική προσπάθεια και το κοινωνικό περιβάλλον των μαθητών και να αποτελούν το αναγκαίο, αλλά και τελευταίο στάδιο της μορφωτικής λειτουργίας. Να χρησιμοποιούνται θετικά σαν στοιχείο ανατροφοδότησης του εκπαιδευτικού έργου και εργαλείο επιβράβευσης της προσπάθειας του μαθητή».
Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς έγινε και με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του παρελθόντος, η κυβέρνηση αλλάζει το σύστημα πρόσβασης και ακολούθως προσαρμόζει το Λύκειο στο νέο σύστημα πρόσβασης. Συνεχίζουν δηλαδή οι πανελλαδικές να δίνουν το ρυθμό και όλα να στρέφονται γύρω από αυτές. Στη συνείδηση του κόσμου δε, έχει υπερτιμηθεί τόσο πολύ αυτή η διαδικασία της πρόσβασης, που έχει εθιστεί να κρίνει το λύκειο με βάση το αν προετοιμάζει κατάλληλα για την πρόσβαση και να κρίνει το σύστημα πρόσβασης με βάση τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων! Για παράδειγμα, στην ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε ακόμα και το ερώτημα «γιατί να εξετάζονται όλοι οι υποψήφιοι στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, αφού αυτό το μάθημα δεν υπάρχει στα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημιακών Τμημάτων»!
Παράλληλα, όσο συνεχίζει να είναι άκρως υποβαθμισμένη όλη η υπόλοιπη επαγγελματική εκπαίδευση πέραν της ανώτατης, συνεχίζει στη συνείδηση του κόσμου να φαντάζει ως μόνη αξιόπιστη λύση σπουδών η ανώτατη εκπαίδευση. Ετσι, οι πανελλαδικές θα συνεχίσουν να είναι μια διαδικασία έντονα ανταγωνιστική και φορτισμένη με πολύ άγχος.
Το ΚΚΕ έχει επισημάνει σχετικά: «Το σύστημα πρόσβασης στα πανεπιστήμια - ΤΕΙ δεν μπορεί να βρει δίκαιη λύση στο πλαίσιο των άνισων όρων που δημιουργεί η σημερινή εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα. Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος προϋποθέτει, μετά την απόκτηση από το σύνολο των νέων και εργαζομένων ενιαίας δωδεκάχρονης γενικής μόρφωσης, να εξασφαλιστεί το καθολικό δικαίωμα στη σταθερή και πλήρη εργασία, να δοθεί ουσιαστική διέξοδος στην επαγγελματική μόρφωση μέσα από ένα σύστημα δημόσιων και δωρεάν επαγγελματικών σχολών».
Πρόταση για μια πιο δίκαιη και λιγότερο οδυνηρή διαδικασία
Η ριζική αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων που σχετίζονται με την πρόσβαση θα έρθει μόνο με μια ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος που δεν μπορεί να συμβαδίσει με το καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, πραγματικές βελτιώσεις στο σύστημα πρόσβασης που θα πρόσφεραν μια ανακούφιση στις λαϊκές οικογένειες και τα παιδιά τους θα μπορούσαν να γίνουν και σήμερα. Το ΚΚΕ έχει κάνει τέτοιες προτάσεις από το 2007 ακόμα, που τις παραθέτουμε παρακάτω:
«Στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων η διαδικασία πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να πληρεί τα παρακάτω κριτήρια: α) να είναι εντελώς ανεξάρτητη από τη λειτουργία του σχολείου και να ακολουθεί χρονικά και ουσιαστικά την ολοκλήρωση του μορφωτικού του έργου β) να προϋποθέτει την ουσιαστική και πλήρη παροχή δημόσιας και δωρεάν παιδείας με ό,τι η έννοια αυτή σημαίνει (δωρεάν βιβλία, σχολικά είδη, σίτιση, φοιτητική μέριμνα, έως και την ενίσχυση των λαϊκών οικογενειών ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο της παιδικής εργασίας) γ) να δίνει τη δυνατότητα φοίτησης στην ανώτατη εκπαίδευση σε εργαζόμενους που δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν σε αυτό το επίπεδο τις σπουδές τους.
Μια λιγότερο άδικη και οδυνηρή για τη σημερινή πραγματικότητα τεχνική διαδικασία επιλογής θα μπορούσε να έχει τη μορφή κάποιων "μεταλυκειακών" εξετάσεων σε 2-3 μαθήματα σχετικά με το επιστημονικό αντικείμενο όπου προσανατολίζεται ο υποψήφιος ώστε, συνδυάζοντας κατάλληλα τις εξετάσεις, με τέσσερα-πέντε το πολύ μαθήματα να μπορεί να καλυφθεί ακόμη και το σύνολο των πανεπιστημιακών τμημάτων. Οπωσδήποτε πρέπει να εξασφαλίζει α) απεριόριστη δυνατότητα πολλαπλών επιλογών προτίμησης, β) δικαίωμα επανάληψης της διαδικασίας όσες φορές επιθυμεί ο υποψήφιος, γ) κατοχύρωση βαθμολογίας, δ) ιδιαίτερη μέριμνα και για τους εργαζόμενους και τα παιδιά ειδικών κατηγοριών (μειονότητες, ΑΜΕΑ, φτωχών λαϊκών στρωμάτων...), ε) η ευθύνη της διαδικασίας να είναι στο υπουργείο Παιδείας και τα πανεπιστήμια σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μετατραπούν σε κέντρα διαλογής υποψηφίων ή να προβάλλουν ειδικές απαιτήσεις για την ιδιαίτερη αναβάθμισή του. Σε κάθε περίπτωση τονίζεται ότι η αξία του συστήματος αυτού είναι σχετική και γι' αυτό θα υπόκειται σε διαρκή έλεγχο και κρίση ανάλογα με την εξέλιξη της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας».